σειρήτι(ον)

σειρήτι(ον)
τό
1) шнур, тесьма; 2) галун; 3) погон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σειρήτι(ον)" в других словарях:

  • σειρήτι — το, Ν βλ. σιρίτι …   Dictionary of Greek

  • σειρήτι — το βλ. σιρίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλύκωμα — το [θηλυκώνω] 1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων τού ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα 2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών τού άκρου τής μιας σε αντίστοιχα… …   Dictionary of Greek

  • κορδόνι — το 1. πλέγμα από κλωστές στριμμένες προς μια κατεύθυνση, σειρήτι, γαϊτάνι 2. σχοινί ή σχοινοτενές δέρμα για το δέσιμο τών παπουτσιών («λύθηκαν τα κορδόνια σου») 3. (ως επίρρ.) κατά σειρά 4. φρ. α) «η δουλειά πάει κορδόνι» η δουλειά προχωράει,… …   Dictionary of Greek

  • λωμάτιον — λωμάτιον, τὸ (Α) [λώμα] (υποκορ. τού λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα τής άκρης τού φορέματος …   Dictionary of Greek

  • πασμαντερί — το ταινία, σειρήτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. passementerie < ρ. passementer «σειρητώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σιρίτι — και παλαιότ. τ. σειρίτι και σειρήτι, το, Ν 1. κορδέλα από μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο ύφασμα που χρησιμοποιείται για διακόσμηση 2. διακριτικό τής στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirit < serit. Οι τ. με ει οφείλονται πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • τσιλιφάκι — το, Ν είδος λεπτού ελικοειδούς κεντήματος με σειρήτι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»